ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ – ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Στην πόλη που σπούδασα, που είδα τις πρώτες παρατάσεις στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, που παρακολούθησα στον «Αλέξανδρο» τις ταινίες που πρότεινε ο Παύλος Ζάννας, συναναστράφηκα τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αλέξη Ασλάνογλου, τσακώθηκα στο Ντορέ με τον Δ. Μαρωνίτη (και συμφιλιώθηκα), άκουσα στην «Τέχνη» τον Λίνο Πολίτη να αναλύει τον Σεφέρη, ξενύχτισα στα πατσατζίδικα της Εγνατίας, παντρεύτηκα στον Όσιο Δαυίδ, έζησα, παρακολούθησα δύο παραστάσεις έργων μου από το ΚΘΒΕ που με τίμησε, αφιερώνω το Προσδοκώ, που θα το δω στα μαρμάρινα σκαλιά του εμβληματικού Θεάτρου της πόλης, μετά από πρόσκληση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Αστέριου Πελτέκη, σκηνοθετημένο από ένα «παιδί της πόλης του θεάτρου», τη Σοφία Καρακάντζα και με τη μουσική του μοναδικού Δημήτρη Καμαρωτού που με συνδέει παλιά φιλία.
Την άποψή μου για το θέατρο κατέθεσα σ’ ένα κείμενο που επιλογίζει την Αυτοκρατορία και που εκδόθηκε μαζί με το θεατρικό έργο από τις εκδόσεις Νεφέλη:
Έγραψα την Αυτοκρατορία μέσα στο αδιέξοδο του χρόνου. Την είδα πρώτα μέσα στους χρόνους των ρημάτων, δηλαδή μέσα από την ακριβολόγο ιδιότητα της γραμματικής, που διατυπώνει στα ρήματα, στις εγκλίσεις τους και τις φωνές, όλη την παλλόμενη αγωνία ενός σώματος, όταν υποφέρει το τέλος του χρόνου, και, επειδή μιλά, γερνά αναζωογονούμενο.
Μη έχοντας δική μου γλώσσα άλλη παρά των μεγάλων δραματουργών, προβλέποντας το αδιέξοδο λόγω της γραφής των άλλων, αναγνωρίζοντας συγχρόνως στην ποίηση τη διαβατήρια συνθήκη προς το θέατρο, γνωρίζοντας επίσης πως και η συνθήκη αυτή δεν είναι ικανή για να φανεί το θεατρικό έργο στη σκηνή, έγραψα την Αυτοκρατορία μέσα στον κυκεώνα του να γράφεις ό,τι δεν μπορείς να γράψεις και παρά ταύτα να το επιτελείς. Έγραψα με την αδυναμία να γράψω, αναγνωρίζοντας όμως στην αδυναμία δύναμη. (…)
Υπέθεσα πως μία θεατρική γλώσσα δεν αρκεί και ό,τι αρκεί, προκειμένου να παιχτεί στο θέατρο, είναι η γλώσσα του άλλου οικειοποιημένη από τον εαυτό, εστραμμένη στον εαυτό, διεστραμμένη, έτσι ώστε να αποδίδει το αδιέξοδο τού να γράφει κανείς θέατρο, όταν το θέατρο, όπως το γνωρίζαμε, εξαντλείται. Επακόλουθο; Το θέατρο που παίζεται εξαντλημένο, να παρουσιάζεται ως υπόλοιπο του θεάτρου σε μια κοινωνία-υπόλοιπο.
Ακολούθησα λοιπόν την προτροπή του Μπένγιαμιν στις Συνομιλίες του με τον Μπρεχτ: «Αυτοί για τους οποίους η ζωή έχει μεταμορφωθεί σε γραφή, δεν μπορούν να διαβάσουν αυτή τη γραφή παρά μόνο προς τα πίσω». Ανέπλευσα τον ποταμό: από την ιλαροτραγική γραφή του Μπέκετ στην τραγωδία.
Ήταν επόμενο να γράψω μέσα σ’ έναν τετελεσμένο μέλλοντα, εισάγοντας το συντελεσμένο στον μονίμως ανοιχτό τρόπο της γλώσσας, την εξαιρετική της μεταβλητότητα, την ακρίβεια των διατυπώσεών της, αλλά συγχρόνως και τη σκοτεινή της διαφάνεια.
Είπα: «Όταν θα έχω δείξει το έργο μου συντελεσμένο, θα έχω τελειώσει». Και το είπα γιατί ξέρω πως η αδικαιολόγητη βιασύνη μου ως προς αυτόν για τον οποίο όλοι είμαστε προορισμένοι, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε τίποτε άλλο από μια διαπιστωτική δήλωση θανάτου στο ληξιαρχείο του δραματολογίου: «Με αυτό το έργο τελείωσα».
Αλλά δεν είναι έτσι. Αρχίζω από αυτό το έργο, διότι η επανάληψη επιφυλάσσεται να περιπλέξει και πάλι τα πράγματα εξαρχής. (…)
Ένα θέατρο όμως που δεσπόζει τόσο του συγγραφέα του όσο και του σκηνοθέτη του. Που ελέγχει όλα τα παρακολουθήματα της ταυτιστικής λογικής, οτιδήποτε αποκαθιστά την ταυτότητα για να θεραπεύσει υποτίθεται την κρίση της ταυτότητας. Δεν ξέρω αν είναι καν θέατρο. Γνωρίζω όμως πως δεν θα υπάρξει αναδιπλασιασμός της ζωής χωρίς αυτό. Δεν θα προκύψει πιθανόν και ευχαρίστηση λόγω της εκλυόμενης δυσφορίας, αντιστρόφως ανάλογης της «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό». Ένα θέατρο επιτέλους δυσάρεστο τι θα ήταν; Η θεατρικότητά του θα κατέληγε στη μοναξιά του προθαλάμου της σκηνής.
Γιώργος Βέλτσος